- φθᾶσαι
- φθάνωcomeaor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic)φθάζωfut part act fem nom/voc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθάσαι — φθάνω come aor imperat mid 2nd sg φθάνω come aor inf act φθάσαῑ , φθάνω come aor opt act 3rd sg φθά̱σᾱͅ , φθάζω fut part act fem dat sg (doric) φθάζω aor imperat mid 2nd sg φθάζω aor inf act φθάσαῑ , φθάζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безстрастиѥ — БЕЗСТРАСТИ|Ѥ (71), ˫А с. 1.Отсутствие страданий: ˫ако то за ны пострада. да бестр(с)тье на(м) исходатаить. ГБ XIV, 49б; оувѩземсѩ стр(с)тнымъ вѣнцемъ. и на ст҃ую гору достигнути бестр(с)ть˫а. (φϑάσαι τῆς ἀπάϑείας) ФСт XIV, 172в. 2. Бесстрастность … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επιρροή — η (Α ἐπιρροή) νεοελλ. 1. μτφ. επίδραση, επενέργεια, επηρεασμός, επιβολή («ασκεί μεγάλη επιρροή επάνω σου» σέ επηρεάζει πολύ) 2. απόλ. μτφ. προσωπικό ή κοινωνικό ή πολιτικό κύρος, δύναμη («ἐχει μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση») 3. δημοφιλία 4. (για… … Dictionary of Greek
κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… … Dictionary of Greek
ταχύνω — ΝΑ [ταχύς] επισπεύδω, επιταχύνω (α. «τάχυνε το βήμα σου» β. «κάλην τάπετον χερσί ταχύνατε», Σοφ.) αρχ. 1. (αμτβ.) α) ενεργώ με ταχύτητα, είμαι ταχύς («καὶ τὸ ταχύνειν δὲ ὅπου φθάσαι δέος», Ξεν.) β) εμφανίζομαι, έρχομαι πρόωρα («ταχύνουσαν ἤ… … Dictionary of Greek
φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… … Dictionary of Greek
ψαέναι — Α (κατά τον Ησύχ.) «φθάσαι, κτίσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φθάνω] … Dictionary of Greek